διγνωμία

διγνωμία
(ΜΝ) και διγνωμιά, η [δίγνωμος]
η αμφίρροπη γνώμη πάνω σ' ένα ζήτημα, διβουλία, αμφιταλάντευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διγνωμία — η διάσταση απόψεων, η ύπαρξη δύο απόψεων για το ίδιο ζήτημα, ασυμφωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διβουλία — η [δίβουλος] η ιδιότητα τού δίβουλου, παλιμβουλία, διγνωμία …   Dictionary of Greek

  • διπλός — ή, ό (AM διπλοῡς, ῆ, οῡν και διπλός, ή, όν Α και διπλόος, η, ον θηλ. και διπλέη) 1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο») 2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”